Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.ba.ik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
thébaïque thébaïques

thébaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό