tentaculaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɑ̃.ta.ky.lɛːʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tentaculaire | tentaculaires |
tentaculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tentaculaire | tentaculaires |
tentaculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό