Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tellurique telluriques

  Επίθετο επεξεργασία

tellurique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εδαφικός
  2. σχετικός με το τελούριο