Ετυμολογία

επεξεργασία
Η προέλευση αυτής της λέξης είναι ασαφής[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɑˈvɑn/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ta‐van

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tavan (tr)

  1. το ταβάνι
    ⮡  Tavanı beyaza, duvarlarıysa maviye boyayacağız. — Θα βάψουμε το ταβάνι άσπρο και τους τοίχους γαλάζιους.
     αντώνυμα: taban, zemin
  2. το υψηλότερο αποδεκτό επίπεδο ή τιμή στην αξιολόγηση κάτι
    ⮡  tavan puan — υψηλότερη βαθμολογία (η βαθμολογία του μαθητή που τοποθετήθηκε ως πρώτος σε πανεπιστημιακό τμήμα εκείνη τη χρονιά στις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο)
     αντώνυμα: taban

Απόγονοι

επεξεργασία

tavan (τουρκικά)

νέα ελληνικά: ταβάνι

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. tavan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν