tachisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tachisme | tachismes |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
tachisme (fr) αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- tachisme - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé