Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tachisme tachismes

  Ετυμολογία επεξεργασία

tachisme < tache (κηλίδα) + -isme

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tachisme (fr) αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία