tétradique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.tʁa.dik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tétradique | tétradiques |
tétradique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tétradique | tétradiques |
tétradique (fr) αρσενικό ή θηλυκό