Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tétrachlorure < tétra- + chlorure

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tétrachlorure tétrachlorures

tétrachlorure (fr) αρσενικό