Ετυμολογία

επεξεργασία
téléphotographie < télé- + photographie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.le.fɔ.tɔ.ɡʁa.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
téléphotographie téléphotographies

téléphotographie (fr) θηλυκό