téléphotographie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- téléphotographie < télé- + photographie
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
téléphotographie | téléphotographies |
téléphotographie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
téléphotographie | téléphotographies |
téléphotographie (fr) θηλυκό