Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
syndicataire syndicataires

syndicataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μέλος ενός συνδικάτου ιδιοκτητών

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
syndicataire syndicataires

syndicataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με συνδικάτο ιδιοκτητών

Συγγενικά επεξεργασία