symétrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.me.tʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
symétrique | symétriques |
symétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
symétrique | symétriques |
symétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό