swahiliphone
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
swahiliphone | swahiliphones |
Επίθετο
επεξεργασίαswahiliphone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που μιλάει σουαχίλι
ενικός | πληθυντικός |
swahiliphone | swahiliphones |
swahiliphone (fr) αρσενικό ή θηλυκό