Ετυμολογία

επεξεργασία
svati < ρωσική сватать

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsva.ti/
ρήμα svati
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας svatas svatanta svatata
αόριστος svatis svatinta svatita
μέλλοντας svatos svatonta svatota
υποθετική svatus - -
προστακτική svatu - -

svati (eo)