svati
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρήμα svati | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | svatas | svatanta | svatata |
αόριστος | svatis | svatinta | svatita |
μέλλοντας | svatos | svatonta | svatota |
υποθετική | svatus | - | - |
προστακτική | svatu | - | - |
svati (eo)
- παρεμβαίνω σε κάτι που δε με αφορά