sulfurique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /syl.fy.ʁik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sulfurique | sulfuriques |
sulfurique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sulfurique | sulfuriques |
sulfurique (fr) αρσενικό ή θηλυκό