subventionnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- subventionnement < subventionner
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
subventionnement | subventionnements |
subventionnement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
subventionnement | subventionnements |
subventionnement (fr) αρσενικό