Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

suborn (en)

  1. προτρέπω κάποιον ή επιτρέπω σε κάποιον να διαπράξει εν γνώσει μου αδίκημα, ιδίως αυτό της ψευδομαρτυρίας

Συγγενικά επεξεργασία