Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία en επεξεργασία

subitizing < subitize ( < λατινικά: subito + -ize ) + -ing

  Ουσιαστικό επεξεργασία

subitizing (en)

  • στιγμιαία-ακαριαία καταμέτρηση αντικειμένων (συνήθως λίγων κι όμοιων) με το βλέμμα, χωρίς να τα μετράω ένα ένα με το μάτι, για μικρό αριθμό αντικειμένων (δεν «κόβω» περίπου πόσα είναι τα αντικείμενα, αλλά υπολογίζω ακαριαία τον ακριβή αριθμό τους)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία