Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

subitize < λατινικά: subito + -ize

  Ρήμα επεξεργασία

subitize (en)

Σημειώσεις επεξεργασία

συνήθως το subitize αφορά ακριβή αριθμό, οπότε δεν ταυτίζεται με το «κόβω»


Συγγενικά επεξεργασία