Ουσιαστικό

επεξεργασία

strychnine (en)

  1. η στρυχνίνη


      ενικός         πληθυντικός  
strychnine strychnines

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

strychnine (fr) θηλυκό

  1. στρυχνίνη