stéganographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stéganographique < stéganographie
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stéganographique | stéganographiques |
stéganographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που χρησιμοποιεί τη στεγανογραφία