Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sperti < spert- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα sperti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας spertas spertanta spertata
αόριστος spertis spertinta spertita
μέλλοντας spertos spertonta spertota
υποθετική spertus - -
προστακτική spertu - -

sperti (eo)

  1. μαθαίνω με την εμπειρία
  2. αισθάνομαι, καταλαβαίνω