sophistique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɔ.fis.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sophistique | sophistiques |
sophistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sophistique | sophistiques |
sophistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό