Ετυμολογία

επεξεργασία
somehow < some + how

  Επίρρημα

επεξεργασία

somehow (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. κάπως, οπωσδήποτε, κατά κάποιο τρόπο
    ⮡  I will manage somehow.
    Κάπως θα τα καταφέρω.
    ⮡  We’ll get there somehow.
    Θα φτάσουμε εκεί οπωσδήποτε.
    ⮡  We must find the money for rent somehow.
    Πρέπει να βρούμε τα χρήματα για το νοίκι οπωσδήποτε.
     συνώνυμα:  come what may, one way or another, someway και someways
  2. δεν ξέρω γιατί αλλά, για κάποιο αόριστο λόγο
    ⮡  Somehow I don’t trust that man.
    Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο.