somehow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsomehow (en) (χωρίς παραθετικά)
- κάπως, οπωσδήποτε, κατά κάποιο τρόπο
- ⮡ I will manage somehow.
- Κάπως θα τα καταφέρω.
- ⮡ We’ll get there somehow.
- Θα φτάσουμε εκεί οπωσδήποτε.
- ⮡ We must find the money for rent somehow.
- Πρέπει να βρούμε τα χρήματα για το νοίκι οπωσδήποτε.
- ≈ συνώνυμα: come what may, one way or another, someway και someways
- ⮡ I will manage somehow.
- δεν ξέρω γιατί αλλά, για κάποιο αόριστο λόγο
- ⮡ Somehow I don’t trust that man.
- Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο.
- ⮡ Somehow I don’t trust that man.
Πηγές
επεξεργασία- somehow - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 416. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάπως