Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔ.kʁa.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
socratique socratiques

socratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία