Ετυμολογία

επεξεργασία
sobriquet < sobriquer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔ.bʁi.kɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sobriquet sobriquets

sobriquet (fr)