Ετυμολογία

επεξεργασία
so-called < so + called

  Επίθετο

επεξεργασία

so-called (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δήθεν, λεγόμενος, όταν αναφέρεται κάτι που δεν ισχύει
    ⮡  a so-called friend - ένας δήθεν φίλος
    ⮡  He turned out to be more informed than the so-called “experts”.
    Αποδείχτηκε πιο ενημερωμένος από τους λεγόμενους «ειδικούς».
  2. ονομαζόμενος, λεγόμενος, αποκαλούμενος, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει τη λέξη που συνήθως χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να περιγράψουν κάτι
    ⮡  All the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mostly in the past 50 years.
    Όλα τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια.
    ⮡  Alexander, the so-called Great - Ο Αλέξανδρος, ο λεγόμενος Μέγας