so-called
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
- και καλά (όταν αναφέρεται κάτι που δεν ισχύει), δήθεν, τάχα
- λεγόμενος, αποκαλούμενος, που έτσι έχει επικρατήσει να τον λένε, ονοματιζόμενος-ονοματιζούμενος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- the so-called (something)