so-called
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαso-called (en) (χωρίς παραθετικά)
- δήθεν, λεγόμενος, όταν αναφέρεται κάτι που δεν ισχύει
- ↪ a so-called friend - ένας δήθεν φίλος
- ↪ He turned out to be more informed than the so-called “experts”.
- Αποδείχτηκε πιο ενημερωμένος από τους λεγόμενους «ειδικούς».
- ονομαζόμενος, λεγόμενος, αποκαλούμενος, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει τη λέξη που συνήθως χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να περιγράψουν κάτι
- ↪ All the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mostly in the past 50 years.
- Όλα τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια.
- ↪ Alexander, the so-called Great - Ο Αλέξανδρος, ο λεγόμενος Μέγας
- ↪ All the so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mostly in the past 50 years.