skeuomorphism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- skeuomorphism < skeuomorph + -ism < αρχαία ελληνική σκεῦος + αρχαία ελληνική μορφή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈskjuːəmɔrfism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
skeuomorphism (en)
skeuomorphism (en)