Ουσιαστικό

επεξεργασία

skala (pl) θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • με όλες τις υπόλοιπες έννοιες εκτός από τα σκαλιά και, γενικά, τη σκάλα που χρησιμοποιούμε για να ανέβουμε (ή να κατέβουμε)

Συγγενικά

επεξεργασία