Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sidération sidérations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sidération (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη sidérer