self-awareness
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
self-awareness (en) (μη μετρήσιμο)
- η αυτεπίγνωση, η αυτογνωσία, η αυτοσυνείδηση
- ↪ I have self-awareness and that fact has helped me a lot in my life.
- Έχω αυτεπίγνωση και το γεγονός αυτό με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου.
- ↪ a lack of self-awareness - έλλειψη αυτογνωσίας
- ↪ I have self-awareness and that fact has helped me a lot in my life.