Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

secourable < secourir + -able

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
secourable secourables

secourable (fr) αρσενικό ή θηλυκό