sceptre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sceptre | sceptres |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsceptre (en) (βρετανική γραφή) & scepter (αμερικανική γραφή)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsceptre (fr) αρσενικό
- το σκήπτρο
ενικός | πληθυντικός |
sceptre | sceptres |
sceptre (en) (βρετανική γραφή) & scepter (αμερικανική γραφή)
sceptre (fr) αρσενικό