scandal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scandal | scandals |
Ουσιαστικό επεξεργασία
scandal (en)
- το σκάνδαλο
- ↪ They tried to suppress the scandal.
- Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.
- ↪ They tried to suppress the scandal.
Πηγές επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
scandal (ro)