Ετυμολογία

επεξεργασία

saynète < ισπανική sainete

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛ.nɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saynète saynètes

saynète (fr) θηλυκό

  • το θεατρικό μονόπρακτο έργο μικρής διάρκειας και με λίγους ηθοποιούς