saynète
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
saynète | saynètes |
saynète (fr) θηλυκό
- το θεατρικό μονόπρακτο έργο μικρής διάρκειας και με λίγους ηθοποιούς
ενικός | πληθυντικός |
saynète | saynètes |
saynète (fr) θηλυκό