sauroctone
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sauroctone | sauroctones |
Επίθετο
επεξεργασίαsauroctone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που σκοτώνει δράκους
Άλλες γραφές
επεξεργασία- saurochtone (συνηθισμένη αλλά λανθασμένη γραφή)
ενικός | πληθυντικός |
sauroctone | sauroctones |
sauroctone (fr) αρσενικό ή θηλυκό