sangue
Γαλικιανά (gl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsangue (gl)
- το αίμα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sangue | sangui |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsangue (it) αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το αίμα
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsangue (pt)
- το αίμα