Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sandbox < sand + box

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsændbɒks/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sandbox (en)

  1. αμμοδοχείο
  2. (πληροφορική) απομονωμένο υπολογιστικό περιβάλλον όπου ένα πρόγραμμα εκτελείται χωρίς να έχει πρόσβαση σε ολόκληρο τον υπολογιστή για λόγους ασφαλείας και δοκιμών
    ※  Web applications run in a sandbox environment to prevent malicious scripts from infecting a visitor’s computer. [1]
    Οι εφαρμογές Ιστού εκτελούνται σε απομονωμένο περιβάλλον για να αποτραπεί η μόλυνση του υπολογιστή ενός επισκέπτη από κακόβουλο λογισμικό.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • sandbox στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία