Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

salivaire < salive

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
salivaire salivaires

salivaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό