sadomasochiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sadomasochiste | sadomasochistes |
sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sadomasochiste | sadomasochistes |
sadomasochiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό