Ετυμολογία

επεξεργασία
sacrosaintement < sacrosaint

  Επίρρημα

επεξεργασία

sacrosaintement (fr) (ορθογραφία του 1990)

  1. με πανάγιο τρόπο
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) πάρα πολύ

Άλλες γραφές

επεξεργασία