sémiologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.mjɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sémiologique | sémiologiques |
sémiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sémiologique | sémiologiques |
sémiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό