sémasiologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sémasiologique < sémasiologie
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sémasiologique | sémasiologiques |
sémasiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sémasiologique | sémasiologiques |
sémasiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό