Ετυμολογία

επεξεργασία
sélection naturelle < → δείτε τις λέξεις sélection και naturel

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.lɛk.sjɔ̃ na.ty.ʁɛl/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

sélection naturelle (fr) θηλυκό