sédimentologie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sédimentologie | sédimentologies |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sédimentologie (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη sédiment
ενικός | πληθυντικός |
sédimentologie | sédimentologies |
sédimentologie (fr) θηλυκό