Ετυμολογία

επεξεργασία
ŝovi < ŝov- + -i
ρήμα ŝovi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝovas ŝovanta ŝovata
αόριστος ŝovis ŝovinta ŝovita
μέλλοντας ŝovos ŝovonta ŝovota
υποθετική ŝovus - -
προστακτική ŝovu - -

ŝovi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

sxovi, shovi, s'ovi