Ετυμολογία

επεξεργασία
rongement < rungement < ronger

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɔ̃.ʒmɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rongement rongements

rongement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία