rongement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rongement < rungement < ronger
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rongement | rongements |
rongement (fr) αρσενικό
- το ροκάνισμα
ενικός | πληθυντικός |
rongement | rongements |
rongement (fr) αρσενικό