Ετυμολογία

επεξεργασία
rompŝteli < romp + ŝteli
ρήμα rompŝteli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rompŝtelas rompŝtelanta rompŝtelata
αόριστος rompŝtelis rompŝtelinta rompŝtelita
μέλλοντας rompŝtelos rompŝtelonta rompŝtelota
υποθετική rompŝtelus - -
προστακτική rompŝtelu - -

rompŝteli (eo)