Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ŝteli < ŝtel + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ŝteli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝtelas ŝtelanta ŝtelata
αόριστος ŝtelis ŝtelinta ŝtelita
μέλλοντας ŝtelos ŝtelonta ŝtelota
υποθετική ŝtelus - -
προστακτική ŝtelu - -

ŝteli (eo)