robotnik
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /rɔˈbɔtʲɲik/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασίαrobotnik (pl) < από το λέξη robota (pl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrobotnik (pl) αρσενικό
- ο εργάτης
robotnik (pl) < από το λέξη robota (pl)
robotnik (pl) αρσενικό