Ετυμολογία

επεξεργασία
riproĉi < riproĉ- + -i
ρήμα riproĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας riproĉas riproĉanta riproĉata
αόριστος riproĉis riproĉinta riproĉita
μέλλοντας riproĉos riproĉonta riproĉota
υποθετική riproĉus - -
προστακτική riproĉu - -

riproĉi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

riprocxi, riprochi, riproc'i