Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

revoco < re + voco

  Ρήμα επεξεργασία

revoco (la) (revocō1, revocāvī, revocātum, revocāre)

  1. ανακαλώ
  2. ανακτώ

Κλίση επεξεργασία